δεν τού ξάζου — я его не стою
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάζω — έχω αξία, αξίζω («καμωμένα δεν ξάζουσι ουδέ τίποτσι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αξάζω «έχω αξία», με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
ξασμός — ο 1. αξία, τιμή 2. ανταμοιβή, επιβράβευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάζω «αξίζω» + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek